ἀποδοκιμασθέντα

ἀποδοκιμασθέντα
ἀποδοκιμάζω
reject on scrutiny
aor part pass neut nom/voc/acc pl
ἀποδοκιμάζω
reject on scrutiny
aor part pass masc acc sg
ἀποδοκιμάζω
reject on scrutiny
aor part pass neut nom/voc/acc pl
ἀποδοκιμάζω
reject on scrutiny
aor part pass masc acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • καδδίζω — (Α) [κάδδιχος] ρίχνω την ψήφο στον κάδδιχον*, στην κάλπη, και κατ επέκτ. ρίχνω αποδοκιμαστική ψήφο, αποδοκιμάζω με την ψήφο το ρ. επλάσθη για να εξηγήσει το απρμφ. παθ. παρκμ. κεκαδδίσθαι ή κεκαδδεῑσθαι (κατά τα αντίγρ.) ή κεκαδδῆσθαι ή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”